- σιγολειώνω
- Ν(μτβ. και αμτβ.) λειώνω αργά αργά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υποσμύχω — Α 1. σιγοκαίω κρυφά 2. μτφ. σιγολειώνω («ἐν τῷ βάθει κατέχει τὴν νόσον ὑποσμύχουσαν αὐτοῡ τὰ σπλάγχνα», Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σμύχω «σιγοκαίω»] … Dictionary of Greek